Μετανάστευση και αναπτυξιακές στρατηγικές στην περιφέρεια του ‘Δυτικού Κόσμου’ κατά την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο (Ελλάδα, Πορτογαλία / Βραζιλία, Αργεντινή)
2018-2021
Το έργο σκοπεύει να καλύψει το κενό στην έρευνα για το μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα και την Πορτογαλία προς την Αργεντινή και τη Βραζιλία και να προσφέρει μέσα από ενδελεχή ανάλυση μια καινοτόμα προσέγγιση για εθνικές δομές, διεθνικά δίκτυα και διεθνή αναπτυξιακά μοντέλα κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Επιστημονικός Υπεύθυνος: Μαρία Δαμηλάκου 2020-2022, Γιάννης Παπαδόπουλος 2018-2019
Ερευνητική ομάδα: Τζελίνα Χαρλαύτη, καθηγήτρια Ιστορίας της Ναυτιλίας και Επιχειρήσεων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και διευθύντρια του ΙΜΣ, Μαρία Δαμηλάκου, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, Λίνα Βεντούρα, Καθηγήτρια Ιστορίας και Κοινωνιολογίας της Μετανάστευσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Marcelo Borges, Καθηγητής Ιστορίας και Πρόεδρος του Προγράμματος Σπουδών Λατινικής Αμερικής, και Καραϊβικής στο Κολλέγιο Dickinson, Norberto Ferreras, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Fluminense (UFF), Roberto Goulart Menezes, Αναπληρωτής Καθηγητής IV του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεθνών Σχέσεων (PPGRI) του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Brasília (UNB), Ιωάννης Λιμνιός-Σέκερης, υποψήφιος διδάκτορας Πανεπιστημίου Κρήτης
Κατά τη δεκαετία του 1950 οι κυβερνήσεις των χωρών στην περιφέρεια του λεγόμενου «Ελεύθερου Κόσμου» έθεσαν ως προτεραιότητα τον «εκσυγχρονισμό» των κοινωνιών τους, καθώς η υπανάπτυξη θεωρήθηκε ως πηγή κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας. Σε αυτό το πλαίσιο οι μεταναστευτικές πολιτικές που προωθούσαν είτε την αποδημία ή την είσοδο μεταναστών αποτέλεσαν σημαντικό μέρος των αναπτυξιακών στρατηγικών αντίστοιχα σε χώρες αποστολής και υποδοχής. Οι τεράστιες και αραιοκατοικημένες αναπτυσσόμενες χώρες της Νότιας Αμερικής, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή επιδίωκαν να προσελκύσουν κατηρτισμένους ευρωπαίους μετανάστες ως λύση για τις ελλείψεις τους σε ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, ενώ οι χώρες της Νότιας Ευρώπης που αντιμετώπιζαν πρόβλημα υπερπληθυσμού προσπάθησαν να απαλλαγούν από το πλεονάζον εργατικό δυναμικό τους, το οποίο θεωρείτο ως αιτία για την υψηλή ανεργία, τη φτώχεια και την υπανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, η σύνδεση μετανάστευσης-ανάπτυξης είχε μια ισχυρή παρουσία στις διεθνείς πολιτικές εκείνης της περιόδου και στο παγκόσμιο μεταπολεμικό σύστημα. Διεθνείς οργανισμοί που είχαν ιδρυθεί πρόσφατα, όπως η ICEM (Διακυβερνητική Επιτροπή για τη Μετανάστευση από την Ευρώπη), υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, προσπάθησαν να ενσωματώσουν τη Νότια Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική στην διεθνοποιημένη αγορά του «Ελεύθερου Κόσμου» μέσα από στρατηγικές μετανάστευσης και ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρίες και πολιτικές που συνέδεαν τη μετανάστευση με την ανάπτυξη αξιοποιήθηκαν για να προσεγγίσουν τις χώρες αποστολής και υποδοχής μεταναστών, που είχαν σε κάποιο βαθμό συμπληρωματικά συμφέροντα. Οι προσπάθειες για τη βελτίωση των δεσμών μεταξύ των χωρών του «Ελεύθερου Κόσμου» υποστηρίχθηκαν από την αντίληψη της διασύνδεσής τους μέσω της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού.
Λίγη έρευνα είχε γίνει για τις μεταπολεμικές μεταναστευτικές κινήσεις και τις επιπτώσεις τους στην οικονομία και την κοινωνία στην πορεία προς την παγκοσμιοποίηση. Η μελέτη μας σκοπεύει να καλύψει το κενό στην έρευνα για το μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα και την Πορτογαλία προς την Αργεντινή και τη Βραζιλία και να προσφέρει μέσα από ενδελεχή ανάλυση μια καινοτόμα προσέγγιση για εθνικές δομές, διεθνικά δίκτυα και διεθνή αναπτυξιακά μοντέλα κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ελπίζουμε έτσι να κατανοήσουμε καλύτερα τους πολυεπίπεδους δεσμούς μεταξύ της Νότιας Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής, δύο περιοχών της «ημιπεριφέρειας» με κοινά χαρακτηριστικά κατά την περίοδο αυτή.
Οι βασικοί άξονες της έρευνάς είναι: α) Η μελέτη των μεταναστευτικών πολιτικών και των αναπτυξιακών στρατηγικών σε μια συγκριτική προοπτική, εστιάζοντας στις προτεραιότητες των κυβερνήσεων της Νότιας Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής και β) τις σχέσεις «κέντρου-περιφέρειας», όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της αναπτυξιακής λογικής μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.